κνώδαξ

κνώδαξ
κνώδαξ, ᾱκος, , (cf. κνώδων)
A pin or pivot on which a body or machine turns,

καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου ἀποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται Gal.14.720

, cf. 723; axis of a sphere, Orph.Fr.247.26: more freq. in pl., Hero Spir.1.43, S.E.M.10.93, Orib.49.22.21.
II pl., sockets in which the axes of a drum turn, Ph.Bel.75.45.
III = χρυσοχοϊκὸν ὄργανον, and in pl., = οἱ ἐν τοῖς φυσητῆρσιν ἀσκοί, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνώδαξ — κνώδαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κνώδακας …   Dictionary of Greek

  • κνώδακα — κνώδαξ pin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακας — κνώδαξ pin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακες — κνώδαξ pin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακι — κνώδαξ pin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακος — κνώδαξ pin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαξι — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαξιν — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνωδάκιον — κνωδάκιον, τὸ (Α) μικρός άξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κνωδακίζω — (Α) [κνώδαξ] στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα …   Dictionary of Greek

  • κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”